Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ

      
     Τα Κατηχητικά μας και οι Νεανικές Ενοριακές Συντροφιές Γυμνασίου και Λυκείου πραγματοποιούν Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας μας, το Σάββατο 16 Δεκεμβρίου και ώρα 6.30 μ.μ.
      Η είσοδος είναι ελεύθερη.

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ


Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

ΣΧΟΛΗ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΛΛΙΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (έναντι Ι.ΝΑΟΥ ΑΓ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ)

       Η Σχολή Γονέων του Ι. Ναού Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως, που λειτουργεί κάθε δεύτερη Τρίτη στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας, θα έχει ως ομιλητή την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου, και ώρα 7-8 μ.μ., τον επίκουρο καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνο Κόλλια, με θέμα ομιλίας: "Ψυχική υγεία και πρόληψη".
       Η είσοδος είναι ελεύθερη.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)


«Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς»
α. Προσκεκλημένος ο Κύριος μαζί με άλλους σε τραπέζι που έκανε πλούσιος Φαρισαίος, βρήκε την ευκαιρία αφενός να διδάξει τους παρόντες Ιουδαίους στο να επικεντρώνουν στην ουσία του Νόμου και όχι στην τυπική κατανόησή του, μέσω θαύματος που πραγματοποίησε ημέρα Σάββατο σ’ έναν υδρωπικό, αφετέρου να ελέγξει τον εγωισμό τους, ο οποίος εκφραζόταν με την εκζήτηση από αυτούς «των πρωτοκλισιών», των πρώτων θέσεων στα τραπέζια, με παράλληλο αποκλεισμό από αυτά όλων των πτωχών και καταφρονεμένων συνανθρώπων τους. Ένας από τους συνδαιτημόνες εξέφρασε τότε την άποψη πόσο ωραίο θα ήταν το τραπέζι της Βασιλείας του Θεού, μαζί με τον Μεσσία και τους λοιπούς πατριάρχες του Ισραήλ. Και ο Κύριος απάντησε στην παρατήρηση με τη σημερινή παραβολή του μεγάλου Δείπνου. Η παραβολή λοιπόν αυτή συνιστά την απάντηση του Κυρίου σε κάτι που, κατά τους Ιουδαίους,  αναφέρεται στα έσχατα, εκεί που θα φανερωθεί η Βασιλεία του Θεού. «Άνθρωπός τις εποίησε δείπνον μέγα και εκάλεσε πολλούς».
β. 1. Εξαρχής λοιπόν είναι κατανοητό ότι η παραβολή του μεγάλου Δείπνου ερμηνεύεται μέσα σε εσχατολογικά λεγόμενα πλαίσια, σ’ εκείνα δηλαδή τα πλαίσια που φανερώνουν τη Βασιλεία του Θεού. Η Βασιλεία του Θεού είναι ένα στρωμένο τραπέζι. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μεν Ιουδαίος που έδωσε την αφορμή αποδεχόταν το τραπέζι αυτό της Βασιλείας με τρόπο υλιστικό, ο δε Κύριος το ανάγει στην αληθινή του διάσταση, δηλαδή ότι έχει πνευματικό χαρακτήρα. Έτσι ο άνθρωπος που παραθέτει το τραπέζι είναι ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος καλεί τους ανθρώπους να μετάσχουν σ’ αυτό, να ενταχθούν δηλαδή στη Βασιλεία Του, συνεπώς να μετάσχουν στη ζωή Του – η μετοχή στον ίδιο τον Θεό είναι η ζωή της Βασιλείας. Η αναφορά σε Δείπνο και όχι σε άριστο, δηλαδή όχι σε ένα απλό γεύμα, δεν είναι τυχαία. Για τους Ιουδαίους εκείνο που είχε βαρύνουσα σημασία, εκείνο που είχε επισημότητα ήταν το Δείπνο, το βραδινό δηλαδή γεύμα, συνεπώς η παρομοίωση της Βασιλείας με Δείπνο δείχνει και τη σημασία που αποδίδει ο ίδιος ο Θεός στην κλήση σ’ αυτό. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει περαιτέρω ότι η Βασιλεία του Θεού έχει χαρμόσυνο χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι άνθρωποι καλούνται να μετάσχουν σε κάτι που από τη φύση του έχει το στοιχείο της κοινωνίας και της χαράς: να φάνε και να πιούνε. Κι είναι ευνόητο: η κλήση του Θεού είναι πάντοτε κλήση χαράς, διότι ο Ίδιος είναι η πηγή της. Κλήση μετοχής σ’  Αυτόν σημαίνει ο άνθρωπος να κοινωνήσει τη χαρά Του, να φύγει συνεπώς από οτιδήποτε έχει το στοιχείο της θλίψης που φέρνει κάθε τι αμαρτωλό.
2. Στο Δείπνο λοιπόν της Βασιλείας ο Κύριος κάλεσε πολλούς. Όχι όλους σε πρώτη φάση, διότι μέσα στο σχέδιο του Θεού, στην οικονομία Του, πρώτα κλήθηκαν οι Ιουδαίοι – αυτοί που θεωρούνταν ο εκλεκτός λαός Του – και έπειτα όλοι οι άλλοι. Και μάλιστα στους πρώτους αυτούς υπήρξε μία διπλή πρόσκληση: μία αρχική, για να  προετοιμαστούν, και μία τελική, για να ανταποκριθούν όταν όλα θα ήταν έτοιμα. Η αρχική πρόσκληση πραγματοποιήθηκε με τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, που κατά καιρούς στέλνονταν από τον Θεό, προκειμένου να κηρύξουν μετάνοια και να προετοιμάσουν το έδαφος για τον ερχομό του Μεσσία, ενώ η τελική με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον ίδιο τον Κύριο Ιησού, ο Οποίος ακριβώς ήλθε ως ο Μεσσίας, που φανέρωνε στο πρόσωπό Του αυτήν την Βασιλεία. Και ποιο το αποτέλεσμα; Η τελική πρόσκληση βρίσκει απροετοίμαστους τους επίσημους πρώτους προσκεκλημένους. Οι οποίοι με παιδαριώδεις δικαιολογίες – ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «προφάσεις εν αμαρτίαις» - αρνούνται την προσέλευσή τους, φανερώνοντας ότι η επιλογή και η προτεραιότητα της ζωής τους είναι οτιδήποτε άλλο, εκτός από τη Βασιλεία του Θεού και το άγιο θέλημά Του.
3. Η απορριπτική στάση στην πρόσκληση του Κυρίου οδηγεί σε διπλή αντίδρασή Του: αφενός διαγράφει διαπαντός τη συμμετοχή των Ιουδαίων στο τραπέζι της Βασιλείας Του, εφόσον βεβαίως θα διατηρήσουν την ίδια στάση – «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» - αφετέρου επιταχύνει, θα λέγαμε, την κλήση στους απλούς και καταφρονεμένους Ιουδαίους, ώστε και αυτοί να μετάσχουν του Δείπνου, όπως και φέρνει σ’ αυτό και τους εκτός της πόλεως των Ιουδαίων, δηλαδή όλους τους εθνικούς και ειδωλολάτρες. Κι αυτό φαίνεται να είναι το αρχικό θέλημα του Θεού, διότι ο πόθος Του είναι «ίνα γεμισθή ο οίκος Του». Με άλλα λόγια στη Βασιλεία του Θεού είναι προσκεκλημένοι όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη που ανήκουν ή τη φυλή και το έθνος τους. Ο Θεός βεβαίως αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους και η χαρά Του είναι ακριβώς η συμμετοχή όλων των ανθρώπων σε Αυτόν – αυτό που κήρυσσαν έκτοτε και οι απόστολοι, σαν τον απόστολο Παύλο που διακήρυσσε: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ  ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ∙ πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού».
4. Το μεγάλο Δείπνο της παραβολής, ως το Δείπνο της Βασιλείας του Θεού, όπως είπαμε, στο οποίο οι άνθρωποι καλούνται να φάνε και πιούνε, παραπέμπει ασφαλώς σε αυτό που συνιστά τον πυρήνα της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Η ίδια η Εκκλησία ως το ζωντανό σώμα του Χριστού  είναι η επί γης φανέρωση της Βασιλείας αυτής. Αφού ο Ίδιος ο Κύριος φανερώνει τη Βασιλεία του Θεού, δεν μπορεί παρά και η Εκκλησία, το σώμα Του, να βρίσκεται στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Συνεπώς αντιστοίχως κατανοείται και το τραπέζι της, η Θεία Ευχαριστία. Όλοι λοιπόν καλούνται σ’ αυτό το τραπέζι, να κοινωνήσουν το σώμα και το αίμα του Υιού του Θεού ως ανθρώπου, για να γίνουν σύσσωμοι και σύναιμοι με Εκείνον και μέτοχοι της χαράς Του. Πόσοι όμως από τους χριστιανούς είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την κλήση αυτή; Το «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», λεγόμενο από τον Κύριο διά χειλέων του ιερέως, συναντά ή απουσιάζοντα ώτα χριστιανών, ή κεκλεισμένα  τις περισσότερες φορές από «προφάσεις εν αμαρτίαις». Η παραβολή αυτή του Κυρίου δηλαδή βιώνεται και επιβεβαιώνεται καθημερινά, όπου υπάρχει Εκκλησία και όσο θα ζει με τον τρόπο του Χριστού. Και από την άποψη αυτή το «ερωτώ σε, έχε με παρητημένον» των αρνητών της πρόσκλησης του Δείπνου γίνεται έμπρακτη άρνηση και πρόφαση δικαιολογίας και από εμάς τους χριστιανούς, κάτι που σημαίνει ότι η στάση μας αυτή καθρεπτίζει και την εδώ –στον κόσμο τούτο σχέση μας με τον Χριστό, και την μελλοντική, αν συνεχίζουμε βεβαίως την ίδια τακτική. Τα λόγια πάντως του Κυρίου: «ουδέποτε γεύσεταί μου του Δείπνου» συνιστούν τη σαφή προειδοποίησή Του.
γ. Η παραβολή του μεγάλου Δείπνου λέγεται λίγες σχετικά ημέρες προ της εορτής των Χριστουγέννων. Η Εκκλησία μας επίτηδες την θέτει σ’ αυτό το χρονικό σημείο, για να δείξει ότι αν δεν γίνουμε κι εμείς έτοιμοι προς μετοχή στο τραπέζι της Βασιλείας Του, τη Θεία Ευχαριστία εν προκειμένω, δεν υπάρχει περίπτωση να εορτάσουμε αληθινά Χριστούγεννα, ως γέννηση του Χριστού στις καρδιές μας. Και βεβαίως δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε ότι δεν αρκεί να καθίσει κανείς στο τραπέζι της Βασιλείας, αλλά να έχει και το κατάλληλο ένδυμα: την όσο το δυνατόν καθαρή ψυχή του, λουσμένη στα δάκρυα της μετανοίας του. Τότε πράγματι θα δει ότι όχι μόνο θα φάει και θα πιει τον προσφερόμενο «εκ του ουρανού καταβάντα άρτον», αλλά θα έχει και τον Ίδιο τον οικοδεσπότη να τον διακονεί, κατά την αψευδή διαβεβαίωση του Κυρίου: «περιζώσεται και  ανακλινεί αυτούς και παρελθών διακονήσει αυτοίς».

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

ΣΥΝΑΞΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ

     
       Υπενθυμίζουμε ότι στην Ενορία μας συνεχίζεται  η Σύναξη Μελέτης Αγίας Γραφής, κάθε Δευτέρα, κατά το παρακάτω πρόγραμμα:

       5.45-6.15 μ.μ. Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.
       6.15-7.00 μ.μ. Ερμηνευτικός σχολιασμός της προς Ρωμαίους επιστολής του απ. Παύλου.

       Η Σύναξη  πραγματοποιείται εντός του Ιερού Ναού και η είσοδος είναι ελεύθερη.

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ


«Και (ο Ιησούς) επέθηκε επ’ αυτή τας χείρας∙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν»
α. Μία «συγκύπτουσα» γυναίκα που επί χρόνια ήταν διπλωμένη στα δύο, που το χώμα ήταν ο μοναδικός ορίζοντας των ματιών της, σηκώνεται και στέκεται όρθια: μπορεί και πάλι να σταθεί αντίκρυ στα πρόσωπα των συνανθρώπων της, να δει και πάλι το γαλάζιο του ουρανού και να ατενίσει κατάματα τον ορίζοντά του. Ένα θαύμα που τη συγκλονίζει και την κάνει να ξεσπάσει σε δοξολογία προς τον Θεό, κι αυτό γιατί  τα χέρια του Ιησού ακούμπησαν πάνω της. «Και επέθηκεν επ’  αυτή τας χείρας∙ και παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν».
β. 1. Δεν επρόκειτο για χέρια ενός απλού ανθρώπου, μολονότι και τα χέρια αυτά μπορούν να γίνουν χέρια ιαματικά, όταν είναι χέρια ενός γιατρού, ενός φυσικοθεραπευτή, ενός χειροπράκτη. Ποιος μπορεί για παράδειγμα να μη θαυμάσει τα «μαγικά» χέρια του χειρουργού αγίου Λουκά του ιατρού του Ρώσου, ή τα εξίσου «μαγικά» της γερόντισσας Γαβριηλίας (Παπαγιάννη), με τις χειροπρακτικές μεθόδους της, όταν μαθαίνει ότι αυτά έσωσαν στην εποχή τους τόσες ζωές; Το ίδιο από την άλλη και το φιλικό άγγιγμα των χεριών ενός ανθρώπου μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά για τον συνάνθρωπο, όταν μάλιστα αυτός νιώθει μόνος και ανασφαλής. Πόσες φορές και το απλό άγγιγμα δεν δηλώνει την παρουσία μας ως συμπαραστάτη, ως κάποιου που χωρίς λόγια τις περισσότερες φορές θέλει να πει στον άλλο «μη φοβάσαι, είμαι μαζί σου!»
2. Στο περιστατικό του ευαγγελίου όμως για τη συγκύπτουσα γυναίκα που θεράπευσε ο Χριστός, πρόκειται για τα χέρια του Ίδιου του ενανθρωπήσαντος Θεού μας, Εκείνου που μέσω αυτών σκορπούσε τη θαυματουργική ίαση και την ουράνια ευλογία. Δεν είναι μόνο το συγκεκριμένο περιστατικό. Σε κάθε σχεδόν θαύμα του Κυρίου, θεραπείας από αρρώστια ή αναστάσεως εκ νεκρών, αυτά τα χέρια γίνονταν η δίοδος για να διέλθει η πανσθενής δύναμη του λόγου Του. Κι επί πλέον: είναι τα χέρια εκείνα, που χωρίς να υφίστανται εν σαρκί ακόμη, υπαρκτά όμως με τον ανθρωπομορφισμό της Παλαιάς Διαθήκης, έπλαθαν τον Αδάμ και την Εύα, δημιουργώντας τον πρώτον άνθρωπο. «Αι χείρες Σου εποίησάν με και έπλασάν με». Και να προχωρήσουμε πιο πολύ: είναι τα χέρια που ευλόγησαν τους μαθητές και τον κόσμο, την ώρα που ο Κύριος αναλαμβανόταν στους Ουρανούς, αφήνοντάς μας την ευλογία ακριβώς των χεριών Του ως την τελευταία επί γης ανάμνησή Του. «Και εν τω ευλογείν Αυτόν αυτούς ανεφέρετο εις τους Ουρανούς».
3. Τα χέρια του Ιησού δεν χάθηκαν με την Ανάληψή Του. Αφενός η ευλογία τους συνεχίζεται στους αιώνες, δεδομένου ότι ο Κύριος εκράτησε διαπαντός την ανθρώπινη φύση Του – ο Κύριος κάθεται εν δεξιά του Πατρός και ως άνθρωπος και έτσι θα έλθει στη Δευτέρα Του Παρουσία «κρίναι ζώντας και νεκρούς» -  αφετέρου εξακολουθούν και υφίστανται στον κόσμο «εν ετέρα μορφή»: μέσω των χεριών των ιερέων, οι οποίοι δανείζουν, κατά την πατερική έκφραση, τα χέρια τους και το στόμα τους σ’  Εκείνον, προκειμένου Αυτός να αγιάζει διά του λόγου και της τελέσεως των μυστηρίων τους πιστούς όλων των αιώνων. Τι άλλο είναι η ευλογία ιδίως που προσφέρει κατά τις ακολουθίες της Εκκλησίας μας ο ιερέας, παρά η ευλογία του ίδιου του Κυρίου, διά των χεριών των μελών Του κληρικών; Κι είναι πολύ ωραίο το καταγεγραμμένο περιστατικό από τις ιστορίες του Αγίου Όρους, σύμφωνα με το οποίο νεαρός νεοχειροτονηθείς σε ιερέα μοναχός τελούσε τις πρώτες του λειτουργίες. Και σε μία από αυτές, που μετείχε και ο γέροντας ηγούμενός του, εξερχόμενος στην Ωραία Πύλη για το «ειρήνη πάσι», απέφυγε την ευλογία, σκεπτόμενος ότι δεν είναι άξιος αυτός να ευλογήσει τον ηγούμενο. Και με τρόμο και έκπληξη άκουσε μέσα από το πετραχήλι του φωνή να του λέει: «Δεν ευλογείς εσύ, αλλά εγώ».
Δεν είναι όμως μόνον τα χέρια των κληρικών. Ο Κύριος ενεργεί και μέσω των χεριών όλων των πιστών Του, αφού όλοι οι βαπτισμένοι στο όνομά Του συνιστούν μέλη του σώματός Του, της Εκκλησίας. Κάθε δηλαδή ενέργεια των πιστών πάνω στο θέλημα του Θεού, κάθε άπλωμα των χεριών τους, για να τηρήσουν τις άγιες εντολές Του – το βλέπουμε σε όλους τους αγίους – όπως η προσφορά ελεημοσύνης για παράδειγμα, όπως το σκούπισμα των δακρυσμένων από τη θλίψη και τον πόνο συνανθρώπων τους, είναι στην πραγματικότητα το άπλωμα των χεριών και πάλι του Ίδιου του Ιησού. Και αντιστρόφως: κάθε κακή χρήση των χεριών, κάθε χτύπημα δι’  αυτών του συνανθρώπου, κάθε άπλωμά τους για κλοπή αγαθών που δεν μας ανήκουν, κάθε κίνησή τους που σκοπό έχει την προσβολή των άλλων, σημαίνει τη δαιμονική λειτουργία τους, την εκ μέρους μας πρόκληση «αναπηρίας» στον Κύριο, που Του στερούμε τη δυνατότητα  η ευλογία Του να βρει έκφραση και μέσω ημών.
4. Κι εκεί που αποκορυφώνεται η ευλογία των ιαματικών χεριών Του, εκεί που πράγματι έχουμε μία μυστική προέκτασή Τους μέσα στον χρόνο, είναι στο μυστήριο του Ευχελαίου. Στο ευχέλαιο – στο μυστήριο αυτό που διά της χρίσεως των ασθενών με έλαιο προσφέρεται η ιαματική χάρη του Κυρίου, όταν είναι συνδυασμένη με τη μετάνοια – τι άλλο έχουμε, παρά την μέσα στους αιώνες συνέχεια του «επέθηκε επ’  αυτή τας χείρας Του ο Ιησούς»; Το προτεταμένο χέρι του Κυρίου, το γεμάτο δύναμη αγάπης και θεραπείας, βλέπουμε κάθε φορά στο μυστήριο, και έτσι μας καλεί να το βλέπουμε πάντοτε η Εκκλησία μας. «Βασιλεύ άγιε, εύσπλαγχνε, και πολυέλεε, Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος - ακούμε τον ιερέα να διαβάζει στην τελευταία ευχή -  ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν∙ ου τίθημι εμήν χείρα αμαρτωλόν επί την κεφαλήν του προσελθόντος σοι εν αμαρτίαις και αιτουμένου παρά σου δι’ ημών άφεσιν αμαρτιών∙ αλλά σην χείρα κραταιάν και δυνατήν, την εν τω αγίω Ευαγγελίω τούτω…επί την κεφαλήν του δούλου σου έκτεινον».
γ. Η ποικιλόμορφη αυτή μέσα στον χρόνο ευλογία των χεριών του Κυρίου έχει τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα  της επί γης παρουσίας Του. Δεν λειτουργεί λιγότερο, σήμερα για παράδειγμα, η θεραπευτική χάρη του Χριστού από ό,τι τότε που «επί γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη». Το αποδεικνύουν τα διαρκή θαύματα που κάνουν οι άγιοί Του και γίνονται καθημερινά στην Εκκλησία Του. Και τα αποτελέσματα δεν είναι άλλα από αυτό που είδε στον εαυτό της και η συγκύπτουσα του Ευαγγελίου και «μη δυναμένη ανανεύσαι εις το παντελές» επί δεκαοκτώ ολόκληρα έτη: «παραχρήμα ανωρθώθη και εδόξαζε τον Θεόν». Αρκεί βεβαίως να υπάρχει η ανθρωπολογική  προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της χάρης: η ενεργής και ζωντανή πίστη του ανθρώπου.

Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΟΣΙΟΥ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΠΑΦΛΑΓΟΝΟΣ (25 και 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ)

      
       Η ενορία μας πανηγυρίζει ως γνωστόν κάθε χρόνο τον όσιο Στυλιανό τον Παφλαγόνα, αφού το παρεκκλήσι στο νότιο κλίτος του Ναού μας είναι αφιερωμένο σ' εκείνον.
       Και εφέτος λοιπόν η μνήμη του μεγάλου αυτού οσίου, προστάτου των παιδιών, βρεφών και νηπίων, θα πανηγυριστεί κατά το παρακάτω πρόγραμμα:
       Παρασκευή (25 Νοεμβρίου)
 Πανηγυρικός εσπερινός: 6.00-7.00 μ.μ.
       Σάββατο (26 Νοεμβρίου)
 Όρθρος και Πανηγυρική Θεία Λειτουργία: 7.00-10.00 π.μ. 
       Καλούνται όλοι οι φιλέορτοι να μετάσχουν των εορτίων τούτων ακολουθιών.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΚΔΡΟΜΗ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΜΑΣ

  
      Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε η προγραμματισμένη για την Κυριακή 20 Νοεμβρίου απογευματινή εκδρομή των Κατηχητικών της Ενορίας μας στην Ι. Μονή Παναγίας Χρυσοπηγής στο Καπανδρίτι Αττικής. Στην αρχή έγινε προσκύνημα στο Μοναστήρι, όπου ο ιερομόναχος π. Εφραίμ Παναούσης ξενάγησε τα παιδιά και τους κατηχητές, τους μίλησε εμπνευσμένα και τους πρόσφερε το καθιερωμένο μοναστηριακό κέρασμα.
     Στη συνέχεια, και με την παρουσία του ίδιου, πήγαν όλοι στις Κατασκηνωτικές εγκαταστάσεις, όπου τα παιδιά έπαιξαν διάφορα παιχνίδια, υπό την καθοδήγηση των κατηχητών τους, ερχόμενα σε επαφή με το πολύ ωραίο φυσικό περιβάλλον. Ο επίσης πολύ καλός καιρός βοήθησε σημαντικά στην επιτυχία της εκδρομής.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΑΙΓΙΝΗ

 
      Στον ιερό Ναό της Ενορίας μας, την Τρίτη το βράδυ, 8 Νοεμβρίου 2011, θα πραγματοποιηθεί σύντομη αγρυπνία επί τη εορτή του εν αγίοις πατρός ημών Νεκταρίου επισκόπου Πενταπόλεως του εν Αιγίνη.
      Η αγρυπνία  θα ξεκινήσει στις 9 μ.μ. και θα ολοκληρωθεί περί τις 12. 30 π.μ.

1η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ, ΦΟΙΤΗΤΩΝ, ΝΕΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ



     Την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011 πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας η πρώτη συνάντηση της Σύναξης Αποφοίτων, Φοιτητών και νέων Επιστημόνων.
Πρώτα τελέστηκε ο εσπερινός στο παρεκκλήσιο του Αγίου Αντωνίου
 (8-8.30 μ.μ.),
έπειτα έγινε ο αγιασμός ενάρξεως και στη συνέχεια υπήρξε εισήγηση στους νέους μας από τον π. Γεώργιο Δορμπαράκη με θέμα: "Μία θεολογική ματιά πάνω στην κρίση της εποχής μας", την  οποία ακολούθησε  εποικοδομητικός διάλογος 
(8.30-9.30 μ.μ.),
ενώ η συνάντηση έκλεισε με προσφορά  κεράσματος από την Ενορία
 (9.30-10.30 μ.μ.).  

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ


«μη φοβού∙ μόνον πίστευε»
α. Διπλό θαύμα του Κυρίου καταγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: πρώτον, την ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου, καθώς ο Κύριος ανταποκρίθηκε στο αίτημά του και πήγε  στο σπίτι του καταρχάς για να τη θεραπεύσει, δείγμα και πάλι ότι είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, και δεύτερον, μέχρι να φτάσει εκεί, τη θεραπεία μιας  αιμορροούσας γυναίκας, την οποία θεραπεύει με έναν ανεπίγνωστο για τους πολλούς τρόπο. Μόνον όταν θα αποκαλύψει την «εξελθούσαν δύναμιν» από Αυτόν, τότε η θεραπευμένη γυναίκα θα παρουσιαστεί τρέμοντας ενώπιόν Του, για να φανερώσει τη θεραπεία της και να εισπράξει το «η πίστις σου σέσωκέ σε». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πραγματοποιεί ο Κύριος και τρίτο θαύμα, σε ψυχολογικό και πνευματικό επίπεδο, όταν στρέφεται στον τραγικό πατέρα που καταρρέει προφανώς από το άκουσμα της είδησης του θανάτου της κόρης του, και τον ανυψώνει λέγοντας τον μη φυσικό για τα δεδομένα της στιγμής λόγο: «μη φοβού∙ μόνον πίστευε και σωθήσεται η θυγάτηρ σου».
β. 1. «Μη φοβού». Η προτροπή αυτή του Κυρίου πράγματι πρέπει να θεωρηθεί παράδοξη και μη φυσική, για τα δεδομένα της στιγμής. Διότι τι πιο φυσικό ένας πατέρας στο άκουσμα του θανάτου του παιδιού του να «παγώνει» και να νιώθει ότι καταρρέει; Ο φόβος που φαίνεται ότι τον καταλαμβάνει είναι η αντίδραση καθενός ανθρώπου που θα ευρισκόταν στη δική του θέση. Με το δεδομένο μάλιστα της κοινής ανθρώπινης φύσης, που βιώνει τα ίδια σχετικώς προβλήματα στον κόσμο τούτο, όπως και τις ίδιες χαρές, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο τραγικός πατέρας τη στιγμή εκείνη θα ένιωσε ότι χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια του, ότι οποιαδήποτε ασφάλεια μπορούσε να έχει κρημνίζεται, ότι εισέρχεται  στα θανατερά δίχτυα του ίδιου του θανάτου. Ο θάνατος έρχεται ενώπιος ενωπίω του μέσα από τον θάνατο της «προέκτασης» του εαυτού του, του ίδιου του νεαρού παιδιού του. Ο πατέρας Ιάειρος εκείνην τη στιγμή της είδησης ότι η κόρη του πέθανε πρέπει να βίωσε την απόλυτη μοναξιά του χαμένου και χωρίς στήριγμα ανθρώπου που πέφτει στο κενό, συνεπώς βίωσε ένα αίσθημα κόλασης. Διότι τι άλλο είναι η κόλαση από την αίσθηση του απόλυτου κενού και της απόλυτης μοναξιάς;
2. Ο Κύριος ως παντογνώστης και καρδιογνώστης διέγνωσε αμέσως την τραγικότητα του Ιάειρου. Κι ήταν ο μόνος στον κόσμο που μπορούσε να γνωρίζει επακριβώς το τι σημαίνει φόβος. Διότι είναι ο Δημιουργός του κόσμου και μάλιστα του ανθρώπου, τον οποίο δημιούργησε κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσίν Του, προικισμένο άρα με όλες τις χάρες και τις δυνάμεις Του, έστω εν σπέρματι, κατά συνέπεια χωρίς ο φόβος να κυριαρχεί στην ύπαρξή του. Όσο ο άνθρωπος ήταν ενωμένος με τον Θεό, ζώντας εν υπακοή και χαρά προς Εκείνον, ο φόβος δεν υφίστατο. Ο φόβος δυστυχώς εισήλθε στη ζωή του, από τη στιγμή της ανταρσίας του απέναντι στον Κύριο και Θεό του, ήταν δηλαδή ένα από τα τιμήματα που εισέπραξε από την αμαρτία του. Η Αγία Γραφή, ήδη απαρχής με το βιβλίο της Γενέσεως, μας δίνει τη διάσταση αυτή: μετά την πτώση στην αμαρτία, οι πρωτόπλαστοι ακούνε τη φωνή του Θεού, του Πατέρα και Δημιουργού τους, και φοβούνται: «Ήκουσα της φωνής Σου και εφοβήθην». Κι ο φόβος αυτός ως καρπός της αμαρτίας δεν ήταν μόνον εν σχέσει προς τον Θεό, αλλά και προς τον συνάνθρωπο και προς τη φύση όλη. Διότι η αλλοίωση της σχέσης με τον Θεό επηρεάζει όλες τις σχέσεις του ανθρώπου, με άλλα λόγια ο άνθρωπος φοβάται πια και τον άλλο άνθρωπο – ο άλλος δεν είναι ο φίλος και ο αδελφός, αλλά ο αντίπαλος και η απειλή του - όπως και όλη τη δημιουργία – η φύση γίνεται πια εχθρική προς αυτόν. Μπορεί σ’  ένα βαθμό ο φόβος να τον βοήθησε έκτοτε στο να βρίσκεται σε μία εγρήγορση και μία κινητοποίηση ανακαλύπτοντας και εφευρίσκοντας πράγματα για την επιβίωσή του, συνεπώς  πολιτιστικά να δημιουργεί, όμως δεν παύει να είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, άρα μιας μη φυσιολογικής καταστάσεως του ανθρώπου.
3. Αλλά αν ο Κύριος ήταν και είναι ο μόνος που μπορεί στο έσχατο βάθος να διαγνώσει τα ανθρώπινα αρνητικά συναισθήματα, είναι και ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά και δραστικά τον άνθρωπο στο να τα υπερβεί. Και η υπέρβαση αυτή δεν γίνεται με έναν αρνητικό τρόπο, αλλά με τον κατεξοχήν θετικό. Δηλαδή, στην προτροπή «μη φοβού» - η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο συνοδεύεται πάντοτε με αυτήν την προτροπή: «μη φοβού», «μη φοβείσθε» - υπάρχει ο προσανατολισμός και η θετική ώθηση: «μόνον πίστευε». Με άλλα λόγια, για τον Κύριο, δηλαδή την αλήθεια, η υπέρβαση του φόβου – του όποιου φόβου, ακόμη και του επιτεταμένου και παράλογου φόβου, όπως είναι η φοβία –  πραγματοποιείται  εκεί που ο άνθρωπος ανοίγεται στο πέλαγος της πίστεως. Κι όχι μιας οποιασδήποτε πίστεως, αλλά αυτής που συνδέεται με τον πρόσωπό Του, με την αποδοχή δηλαδή του Ίδιου ως Σωτήρα και Λυτρωτή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, μετά τον ερχομό του Χριστού, που θα πιστέψει σ’  Εκείνον και θα Τον ζήσει μέσα στο ζωντανό σώμα Του την Εκκλησία, θα διαπιστώσει εμπειρικά και ορατά ότι δεν έχει φόβους, πολύ περισσότερο φοβίες. Καλύτερα: τους όποιους φόβους του μπορεί και τους ελέγχει και τους υπερβαίνει, γνωρίζοντας ότι ως μέλος του Χριστού ευρίσκεται μέσα σ’  Εκείνου την καθημερινή Πρόνοια, μέσα όχι απλώς στην αγκαλιά Του, αλλά στο κέντρο της «καρδιάς» Του. Αν ο Κύριος βεβαίωσε ότι και το παραμικρότερο πουλάκι και χορταράκι είναι αντικείμενο της φροντίδας Του, ότι τίποτε δεν είναι «επιλελησμένον» ενώπιόν Του, πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για εμάς τους κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσίν Του ανθρώπους, και μάλιστα τους βαπτισμένους και χρισμένους πιστούς Του, τους ενσωματωμένους δηλαδή στο άγιο Σώμα Του, τους ενδεδυμένους από Αυτόν τον Ίδιο;
4. Αυτή η βαθειά αλήθεια που γίνεται εμπειρία ζωής από τον πιστό έκανε και τον άγιο Χρυσόστομο να διαλαλεί, σαν να μιλούσε ο ίδιος ο Κύριος μέσα από τον ίδιο: «Εγώ πατήρ, φησίν ο Χριστός, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλοις εγώ…Εγώ φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ, πάντα εγώ∙ μόνον οικείως έχε προς εμέ». Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά, θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε  διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού! Κι όχι μόνον αυτό. Θα μπορούσαμε να νιώσουμε την ευεργετική παρουσία και στην ψυχή και στο σώμα μας του φύλακα αγγέλου μου. Διότι ο Θεός μάς έθεσε προστάτη από τη στιγμή που βαπτιστήκαμε, άγγελο φωτεινό, να μας περιτειχίζει και να μας σκέπει. «Τείχισον ημάς αγίοις Σου αγγέλοις», λέμε κάθε βράδυ στο απόδειπνο. «Άγιε άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής και ταλαιπώρου  μου ζωής» προχωρούμε παρακάτω στην ίδια προσευχή, και «φύλαξ και σκεπαστής της αθλίας μου ψυχής και του σώματος».
Γι’  αυτό τελικώς και κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον Χριστιανό, είτε θηρίο είναι αυτό είτε πονηρός άνθρωπος είτε ο ίδιος ο αρχέκακος διάβολος. Διότι προστάτη έχει όλον τον κόσμο των αγγέλων, κυρίως όμως τον Χριστό και τους αγίους Του. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» θα φωνάξει ο απόστολος Παύλος. Δεν είναι υπερβολή λοιπόν αυτά που διαβάζουμε στους Πατέρες μας, όπως για παράδειγμα στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο: «Μη σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο του λόγο – ο λογισμός του φόβου…αλλά μάλλον πίστευε ότι έχει φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου, και την ακρίβεια γι’  αυτό ας σε πληροφορήσει η φρόνησή σου, ότι συ με όλη τη δημιουργία είστε δούλοι ενός και του ιδίου δεσπότη, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα Του κινεί και σαλεύει, και ημερώνει και οικονομεί τα πάντα, και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους συνδούλους του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος, που προνοεί και κυβερνά τα πάντα. Καθότι ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά  θηρία, ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ’ αυτά, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν».
γ. Για τον πραγματικό χριστιανό λοιπόν ο φόβος υφίσταται μεν, αλλά δεν έχει τη δύναμη να  τον καταβάλλει. Πολύ περισσότερο δεν αφήνει ο χριστιανός χώρο μέσα του να αναπτυχτεί οποιαδήποτε φοβία, παράλογος δηλαδή, όπως είπαμε, και επιτεταμμένος φόβος. Αρκεί να υπάρχει η προϋπόθεση που θέτει ο Κύριος: η πίστη σ’  Αυτόν. Ο Κύριος το ξεκαθάρισε: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού∙ μόνον πίστευε» είπε στον Ιάειρο, το ίδιο λέει και σε κάθε χριστιανό της εποχής μας. Κι αλλού: «Μη ταρασσέσθω υμών η καρδία μηδέ δειλιάτω. Πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε». Κι εννοείται ότι μαζί με την πίστη πρέπει να υπάρχει και η αγάπη. Διότι μόνον τότε η πίστη είναι ζωντανή. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» κατά τον απόστολο Παύλο. Άρα όσο πιστεύω και αγαπώ, τόσο και δεν φοβάμαι. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη» θα πει ο ευαγγελιστής της αγάπης, άγιος Ιωάννης, «αλλ’  η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Ό,τι λοιπόν φοβόμαστε και φαίνεται ότι μας διαλύει εσωτερικά, ας το δούμε μέσα στον Θεό και κάτω από το πατρικό Του βλέμμα. Αμέσως θα έρθει στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Και μάλλον τότε θα γίνουμε και εμείς μέτοχοι του ίδιου θαύματος που βίωσε και ο Ιάειρος.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ


«Άνθρωπός τις ην πλούσιος…Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος…»
α. Η γνωστή παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου μας δίνει με πολύ άμεσο και εποπτικό τρόπο το βάθος όλης της πραγματικότητας. Αναφέρεται στο εδώ, την παρούσα ζωή, αλλά επεκτείνεται και στο επέκεινα, την άλλη ονομαζόμενη ζωή, ρίχνοντας συνεπώς φως εκεί που οι ανθρώπινες αισθήσεις αδυνατούν να διεισδύσουν. Από την άποψη αυτή, η παραβολή έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον ιδίως για την εποχή μας,  για την οποία τα θέματα του μεταιχμίου της ζωής με τον θάνατο θεωρούνται αγαπημένα θέματα πολλών συνανθρώπων μας, μερικές δε φορές μονοπωλούν και το ενδιαφέρον τους. Το περίγραμμα όμως αυτό της παραβολής: του εδώ της ζωής αυτής και του εκεί της άλλης, ενώ υφίσταται στην πραγματικότητα – ο λόγος του Κυρίου συνιστά πάντοτε αποκάλυψη – θέλει να τονίσει μεταξύ  άλλων την αλήθεια ότι ανάλογα με τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν στο εδώ, καθορίζεται και το εκεί. Η ποιότητα της ζωής στον κόσμο τούτο προσδιορίζει και την ποιότητά της στην άλλη ζωή.
β. 1. Τα δύο πρόσωπα που κυρίως προβάλλονται στην παραβολή, ο πλούσιος και ο Λάζαρος, έχουν καταρχάς τα ακριβώς αντίθετα γνωρίσματα, και όσον αφορά τη ζωή αυτή και όσον αφορά την άλλη. Πλούσιος ο ένας, στον κόσμο τούτο, «ευφραινόμενος καθ’  ημέραν λαμπρώς»∙ πτωχός ο άλλος, που όχι μόνον δεν έχει τα απαραίτητα προς το ζην, αλλά είναι γεμάτος και από πληγές, τις οποίες γλείφουν οι σκύλοι. Και εν μια ροπή αντιστρέφονται τα πάντα: ο πλούσιος οδηγείται στον Άδη, στον «τόπο» δηλαδή της βασάνου, με κύριο γνώρισμα την οδύνη. Εκεί, με πλήρη συνείδηση του παρελθόντος και του παρόντος του, με επίγνωση του εαυτού του και της οικογενείας του, αλλά και με παντελή αδυναμία, ζητά έστω μία μικρή ανάψυξη για τον ίδιο, βιώνοντας το άγχος επιπρόσθετα των συγγενών του, μη τυχόν ευρεθούν στην ίδια τραγική κατάσταση με αυτόν. Ο Λάζαρος από την άλλη, οδηγημένος από αγγέλους στη Βασιλεία του Θεού, ευρίσκεται στους κόλπους του Αβραάμ, στον «τόπο» δηλαδή των δικαίων, των ευρισκομένων μέσα στο φως της παρουσίας του Θεού. Κόλαση ο ένας, Παράδεισος ο άλλος.
2. Θα ήταν σφάλμα όμως να πούμε ότι αίτιο της δραματικής αλλαγής της ζωής και των δύο ήταν ο πλούτος για τον έναν και η φτώχεια για τον άλλον. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα παρεξηγούσε την παραβολή και θα την υποβίβαζε στο επίπεδο μίας επιφανειακής ερμηνείας της. Κι αυτό γιατί ο ίδιος ο λόγος του Θεού μάς δίνει παραδείγματα πλουσίων που σώθηκαν, και πτωχών που κολάσθηκαν. Το παράδειγμα του πλουσίου Ζακχαίου που άκουσε από τον Κύριο «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», είναι εντελώς ενδεικτικό. Με άλλα λόγια, δεν είναι τα υλικά αγαθά καθ’  εαυτά που σώζουν ή καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά ο τρόπος χρήσεως αυτών, κάτι που σημαίνει ότι μπορεί ένας πλούσιος, ενώπιον του Θεού που γνωρίζει τα βάθη της καρδιάς, να είναι απαγκιστρωμένος από τα πλούτη του, κι ένας πτωχός να είναι σαν πλούσιος, επειδή επιθυμεί να έχει πλούτη.
3. Πράγματι, το κρίσιμο στοιχείο για τον άνθρωπο, ως προς τη σχέση του με υλικά αγαθά, είναι το παθολογικό ή όχι δέσιμο με αυτά. Το πού είναι «αγκυροβολημένη» η καρδιά είναι το ζητούμενο από τον Θεό, αφού «όπου ο θησαυρός υμών, εκεί και καρδία υμών έσται» κατά τον Κύριο. Άνθρωπος, πλούσιος ή πτωχός, που η καρδιά του είναι στον Θεό, που έχει Εκείνον ως κέντρο της ζωή του, είναι ο άνθρωπος που έχει, με τη χάρη του Θεού, τις προϋποθέσεις ενοίκησης του Θεού μέσα στην ύπαρξή του. Κι αντιστρόφως: άνθρωπος και πάλι, πλούσιος ή πτωχός, που έχει ως κέντρο του τα υλικά αγαθά, είτε πραγματικά είτε ως επιθυμία, είναι ο άνθρωπος που αδυνατεί να σχετιστεί με τον Θεό. Διότι η καρδιά του είναι γεμάτη από άλλα πράγματα, χωρίς επομένως να υπάρχει χώρος για Εκείνον.
4. Με βάση τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε τώρα τι ήταν εκείνο που οδήγησε σε καταδίκη τον πλούσιο και τι εκείνο που δικαίωσε τον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος καταδικάστηκε στις οδύνες της κόλασης όχι για τα πλούτη του, αλλά για την κακή διαχείρισή τους. Τα υλικά αγαθά του θεώρησε ως αποκλειστικά κτήμα δικό του, που είχαν ως μοναδικό σκοπό την απόλαυση του εαυτού του. Λειτούργησαν επομένως γι’  αυτόν σαν ένα είδος θεότητας, που τον οδήγησαν σε τύφλωση ως προς τις ανάγκες του συνανθρώπου του, και μάλιστα όχι του μακρινού, αλλά του εμπρός στα μάτια του ευρισκομένου. Με απλά λόγια, αιτία της καταδίκης του, με αφορμή τα πλούτη του, ήταν ο εγωισμός του πλουσίου: μία νοσηρή αγάπη μόνο για εκείνον, κι ίσως  τους δικούς του. Από την άλλη, ο Λάζαρος δικαιώθηκε, όχι πάλι λόγω της έλλειψης των αναγκαίων, αλλά με αφορμή την έλλειψη αυτή, λόγω της υπομονής την οποία επέδειξε, τέτοια που δεν οδηγήθηκε ούτε σε γογγυσμό κατά του Θεού ούτε κατά του πλουσίου συνανθρώπου του. Από την άποψη αυτή, αιτία της σωτηρίας και της δικαίωσής του ήταν η διατήρηση της αγάπης του προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο, συνεπώς η επιμονή του στην εμπιστοσύνη του Θεού, η πίστη  ότι ο Θεός είναι ο αποκλειστικός βοηθός του. Δεν πρέπει να είναι άσχετο το γεγονός ότι το όνομά του «Λάζαρος», σημαίνει ακριβώς αυτό: «ο Θεός είναι βοηθός».
5. Το γεγονός ότι με την παραβολή προβάλλεται το θέμα της χρήσεως των υλικών αγαθών, μας δίνει την ευκαιρία να πούμε τι ο λόγος του Θεού και η Πατερική εκφορά του τονίζουν για τον πλούτο. Χωρίς να πολυλογήσουμε, η χριστιανική πίστη θεωρεί ότι ο πλούτος είναι μία δωρεά του Θεού που δίνεται στον άνθρωπο, προκειμένου αυτός, χρησιμοποιώντας τον πλούτο με ορθό τρόπο, να σωθεί. Και ορθός τρόπος είναι η με αγάπη προσφορά του σ’  εκείνους που έχουν πραγματική ανάγκη. Ο Θεός δηλαδή επιτρέπει να γίνουν κάποιοι άνθρωποι, δια της ευλογίας των υλικών αγαθών, μέτοχοι της δικής Του ευεργεσίας προς τα πλάσματά του. Όπως Εκείνος αδιάκοπα προσφέρει τον πλούτο της χάρης και της αγαθότητάς Του στους ανθρώπους, κατά παρόμοιο τρόπο απαιτεί να κάνουν και οι άνθρωποι: αυτό που έχουν να το μοιράζονται με τους άλλους. Ώστε «το περίσσευμα του ενός εις το υστέρημα του άλλου». «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε».
Μία τέτοια στάση του ανθρώπου, προσφοράς και ευεργεσίας στους άλλους, κάνει τον άνθρωπο αυτόν να λειτουργεί ως μικρός Θεός, ανταλλάσσοντας ως καλός έμπορος τα υλικά με τα πνευματικά αγαθά. Διότι κατά την αναλογία της προσφοράς υπάρχει και η ανταπόδοση της χάρης, ή καλύτερα, ο άνθρωπος με την προσφορά προς τους άλλους αναδεικνύει την αγάπη του και συνεπώς βρίσκεται στο σημείο συντονισμού του με τον ίδιο τον Θεό που είναι αγάπη. Μία άρνηση του ανθρώπου να τοποθετηθεί έτσι, τον οδηγεί ακριβώς στα τραγικά αποτελέσματα του πλουσίου της παραβολής, ή του άφρονος πλουσίου της άλλης γνωστής παραβολής. Για να μιλήσουμε με τη γλώσσα του Μεγάλου Βασιλείου, ο πλούσιος που κρατάει τον πλούτο του μόνο για τον εαυτό του μοιάζει με το βαρυφορτωμένο καράβι που ανοίγεται στο πέλαγος. Το μόνο σίγουρο στην περίπτωση αυτή είναι ότι με την πρώτη φουρτούνα θα καταποντιστεί.
Κι αν έτσι περίπου είναι τα σχετικά με τον πλούτο, τα ίδια από άλλη οπτική είναι τα σχετικά με τη φτώχεια. Η φτώχεια δηλαδή, δεν είναι καθεαυτή αρνητικό γεγονός. Δεν εννοούμε βεβαίως  την πλήρη έλλειψη των στοιχειωδών της ζωής, διότι ο άνθρωπος τα έχει οπωσδήποτε ανάγκη για να ζήσει. Εννοούμε αυτό που λέει ο απόστολος Παύλος: «έχοντες τροφάς και σκεπάσματα, αρκεσθησόμεθα αυτοίς». Διότι «έσται πορισμός μέγας, η αυτάρκεια μετά ευσεβείας». Μία τέτοια εγκράτεια ζωής, όταν αντιμετωπίζεται με εμπιστοσύνη στον Θεό, συνιστά τον πιο εύκολο και γρήγορο τρόπο εισόδου του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού. Απόδειξη, ο πτωχός Λάζαρος. Κι είναι αυτός ο περιορισμένος τρόπος ζωής, διά του οποίου μπορεί ο άνθρωπος να δει άμεσα και ορατά την πρόνοια του Θεού. Δεν υπάρχει περίπτωση – αυτό αποδεικνύει η ιστορία της Εκκλησίας – κάποιος, με στενότητα μικρή ή μεγάλη υλικών αγαθών, αλλά με διάθεση να μη χάσει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, να μη δέχεται διαρκώς τις θαυμαστές επεμβάσεις του Θεού προς συντήρησή του. Σαν τον Γέροντα Παΐσιο, που την ημέρα της εορτής της Αναλήψεως, τότε που καταλύεται ψάρι στο Άγιον Όρος, ενώ ο ίδιος λόγω της απόλυτης ένδειάς του δεν είχε τίποτε να φάει, είδε ένα πτηνό να έρχεται πάνω από το κελί του και να του πετά ένα ψάρι. Ή σαν τον πτωχό εκείνο οικογενειάρχη κυνηγό, που κρατώντας την πίστη του στον Θεό χωρίς γογγυσμό, εύρισκε καθημερινά το θήραμά του, κατά θαυμαστό τρόπο, προς κάλυψη των αναγκών των πολλών τέκνων του.
6. Δεν θέλουμε όμως να τελειώσουμε, χωρίς την παραπάνω επισήμανση: μιλώντας για κόλαση και παράδεισο στην παραβολή, δεν πρέπει να τα εννοήσουμε από πλευράς τοπικής. Δεν είναι τόποι, ο παράδεισος και η κόλαση. Διότι δεν υπάρχει «περιοχή» εκτός Θεού. Για την πίστη μας, πρόκειται για τις καταστάσεις που ζει ο άνθρωπος, ανάλογα με τη στάση του έναντι του Θεού. Ο μετανοημένος και με αγάπη άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού κατά τρόπο θετικό∙ και αυτό είναι ο παράδεισος. Ο αμετανόητος, δηλαδή ο εγωιστής άνθρωπος, που έχει ως κέντρο και αξία μόνον τον εαυτό του, ενώ βρίσκεται μέσα στην ενέργεια του Θεού, αδυνατεί να ζήσει θετικά την αγάπη Εκείνου και κολάζεται. Δηλαδή, η μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους, βιώνεται είτε ως παράδεισος είτε ως κόλαση, ανάλογα με τις προϋποθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου.
γ.  Με το δεδομένο ότι ο Θεός βλέπει τις καρδιές μας, συνεπώς τις κλίσεις της είτε προς Εκείνον είτε προς τον κόσμο και τα υλικά αγαθά του – ανεξάρτητα, όπως είπαμε, αν έχουμε πράγματι τα υλικά αγαθά ή τα επιθυμούμε - θα πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας σε σχέση με τα πρόσωπα της παραβολής: τον πλούσιο ή τον Λάζαρο. Κι αυτό σημαίνει:  πότε βρισκόμαστε στη θέση του πλουσίου και πότε στη θέση του Λαζάρου, ανάλογα με το τι κυριαρχεί μέσα μας. Το επικρατούν στοιχείο μέσα μας δείχνει και τον τύπο που κάθε φορά επιλέγουμε. Συνεπώς, το ζητούμενο από εμάς είναι η καρδιά μας να είναι πάντοτε στραμμένη με αγάπη προς τον Θεό, η εμπιστοσύνη μας σ’  Αυτόν ποτέ να μη μας εγκαταλείπει, με απλά λόγια να είμαστε πάντοτε Λάζαροι. Η θέση μας έτσι στους «κόλπους του Αβραάμ» θα είναι τότε δεδομένη, όχι μόνο μετά θάνατο, αλλά ήδη από τη ζωή αυτή.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ


«ελθόντι τω Ιησού…υπήντησεν αυτώ ανήρ τις, ος είχε δαιμόνια…»
α. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας του  δαιμονισμένου (ή των δύο δαιμονισμένων κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο) της περιοχής των Γερσεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ανθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο. Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα λοιπόν με τρόπο ανάγλυφο μας δείχνει την εξουσία του Κυρίου, ο Οποίος συναντώμενος με τα δαιμόνια στο πρόσωπο ενός ταλαίπωρου ανθρώπου, εκδιώκει αυτά, προσφέροντας στην κοινωνία τον θεραπευμένο άνθρωπο ως πραγματικό άνθρωπο.
β. 1. Ως εκ περισσού καταρχάς, ας υπενθυμίσουμε ότι τα δαιμόνια δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας κάποιων ανθρώπων, ευρισκομένων σε νηπιακό επίπεδο ζωής, όπως αρέσκονται άθεοι άνθρωποι να λένε, ή μυθοποιημένο προσωποποιημένο περίβλημα απλώς της ύπαρξης του κακού, κατά την αποχριστιανοποιημένη τοποθέτηση ετεροδόξων «χριστιανών». Τέτοιες θέσεις, θα έλεγε κανείς, εκφράζονται από εκείνους που έχουν πέσει θύματα των τεχνασμάτων του Πονηρού, ο οποίος το πρώτο που επιχειρεί να κάνει, είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Σαν τους ευφυείς εχθρούς μίας χώρας, οι οποίοι κρύβονται με τέτοιον τρόπο, παραλλάσσοντας τη θέση τους, ώστε να πείσουν τους αντιπάλους τους ότι δεν υπάρχουν. Τα δαιμόνια υφίστανται και κατά την πίστη μας συνιστούν δημιουργήματα του Θεού, τα οποία ενώ δημιουργήθηκαν ως πνεύματα αγαθά, προκειμένου να υπηρετούν τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, όμως λόγω της κακής χρήσης της προαιρέσεώς τους διεφθάρησαν και ξέπεσαν, γενόμενα πνεύματα πονηρά, τα οποία αντίκεινται έκτοτε  στον Θεό, - η πτώση τους ήταν και ένα είδος θανάτου τους - προσπαθώντας όχι μόνον να βρίσκονται σε ανυπακοή προς Εκείνον, αλλά και να καταστρέφουν την όποια δημιουργία του Θεού, κυρίως τον άνθρωπο. Βεβαίως, ο Θεός δεν καταστρέφει τα δημιουργήματά Του αυτά – ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει την δημιουργία Του – τα κρατάει στην ύπαρξη δε, ώστε, έστω και με τον αρνητικό τρόπο δράσεώς τους, να εξυπηρετούν το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου.
2. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει έναν άνθρωπο, ευρισκόμενο υπό κατοχήν  δαιμονίων,  και να τον απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία του δαιμονισμένου: (α) ο ίδιος καταρχάς ζει σε μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω του, γυμνός, δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» στο ερώτημα του Κυρίου: «τι σοι εστιν όνομα;» «Λεγεών, ότι δαιμόνια πολλά εισεληλύθασιν εις αυτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Ο άνθρωπος ευρισκόταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός του, δεν είχε όνομα, δεν είχε λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα. Είναι η κατάσταση της πνευματικής νέκρωσης, για την οποία ο Κύριος επανειλημμένως είχε μιλήσει: «άφες τους νεκρούς, θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Σαν την κατάσταση επίσης που είχε περιέλθει ο άσωτος της παραβολής, μετά την απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα του: «ο υιός μου ούτος νεκρός ήν…και απολωλός».
(β) Έπειτα, η σχέση του με τους συνανθρώπους του δεν υφίσταται. Ο δαιμονισμένος αδυνατεί να συνυπάρξει με τους άλλους. Ζει στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τον οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τον έβλεπαν και τον έτρεμαν. Εμφορούμενος από δυνάμεις πέραν του κανονικού, λόγω των δαιμονίων, τον αλυσόδεναν, κι αυτός έσπαγε τις αλυσίδες και έφευγε. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.
(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Ο δαιμονισμένος προκαλούσε καταστροφές. Η παρουσία του συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τον αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.
3. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τον δαιμονισμένο. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τον αδύναμο αυτόν άνθρωπο, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν, αποκαλύπτοντας την άκρα αδυναμία τους: «Δέομαί σου, μη με βασανίσης!» Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών:  «Τι εμοί και εσοί, Ιησού, υιέ του Θεού του Υψίστου;». Κι ακόμη: Του ζητούν  να επιτρέψει να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία κανονικά ο διάβολος -  κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές Πατέρες,  για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ετρώθη την καρδίαν», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο θάνατος.
Η παντοδυναμία λοιπόν του Κυρίου απελευθερώνει τον δαιμονισμένο και αυτός πια γίνεται πραγματικός άνθρωπος, με καταπλήσσουσα πια ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτά συνείδηση του εαυτού του και αυτοσεβασμό: «ιματισμένος και σωφρονών». Σταματά να είναι επιθετικός προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα: κάθεται «παρά τους πόδας του Ιησού». Κι όχι μόνον αυτό: αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζει με τη διάθεση να παραμείνει κοντά Του και να Τον ακολουθεί. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά του – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – του αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’  όλην την πόλιν, κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς». Θυμίζει σ’  ένα βαθμό η περίπτωσή του τον απόστολο Παύλο. Και εκείνον θεράπευσε ο Κύριος από την επήρεια των δαιμόνων, καλώντας τον σε ιεραποστολή των ανθρώπων. Το σημειώνει ο ίδιος ήδη στην αρχή της προς Ρωμαίους επιστολής: «Διά του Χριστού ελάβομεν χάριν και αποστολήν». Η χάρη του Θεού ταυτοχρόνως σημαίνει και ανάθεση από Αυτόν αποστολής. Ποτέ δεν δίνεται η χάρη του Θεού, απλώς για να επαναπαυτεί ο άνθρωπος. Η χάρη δίνεται, για να κινητοποιηθεί στο απόλυτο δυνατό: να γίνεται ιεραπόστολος. Πρώτα στον εαυτό του και έπειτα, αν χρειαστεί, και στους άλλους. Αυτοσεβασμός, κοινωνικότητα, ιεραποστολική διάθεση, θετική παρουσία στον κόσμο: το αποτέλεσμα της αληθινής σχέσεως του ανθρώπου με τον Χριστό.
4. Σήμερα τι γίνεται; Μετά τον ερχομό του Κυρίου και την κατάργηση ουσιαστικά του διαβόλου, δρα ο διάβολος; Έχει δύναμη; Η απάντηση είναι γνωστή και διαρκώς την κηρύσσει η Εκκλησία μας. Ο διάβολος βεβαίως είναι ανίσχυρος και οριστικά ηττημένος, όμως παίρνει δύναμη εκεί που δεν υφίσταται ο Χριστός. Δηλαδή, πρώτα στους αβάπτιστους ανθρώπους, εκείνους που δεν έχουν γνωρίσει τον Κύριο ή δεν θέλουν να Τον αποδεχθούν στη ζωή τους – «το πανηγύρι μας είναι οι ειδωλολάτρες» είχε πει κάποτε σ’  έναν σύγχρονο ιεραπόστολο ένας δαιμονισμένος. Κι έπειτα, ακόμη και στους βαπτισμένους και χρισμένους χριστιανούς, οι οποίοι δεν έχουν πάρει στα σοβαρά την πίστη τους και ζουν, κατά τον λόγο του αποστόλου, ως «άθεοι εν τω κόσμω». Διότι δεν αρκεί μόνον το βάπτισμα και το χρίσμα και τα λοιπά μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά και η θέληση του ανθρώπου. Αν και ο άνθρωπος δεν συνεργήσει, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τότε η χάρη των μυστηρίων μένει ανενέργητη, συνεπώς βρίσκει δίοδο ο διάβολος για να «πειράζει» τον άνθρωπο, κάνοντάς τον να βρίσκεται υπό την επήρειά του. Το αποτέλεσμα βεβαίως σ’  αυτήν την περίπτωση είναι γνωστό. Ό,τι είδαμε στον δαιμονισμένο του ευαγγελίου, σε κάποιο βαθμό το βλέπουμε κι εδώ: ο άνθρωπος ή έχει διαγράψει τον Θεό ή Τον τρέμει και προσπαθεί να αποφεύγει οτιδήποτε σχετίζεται με Αυτόν, είναι συνήθως  αντικοινωνικός και επιθετικός με τους συνανθρώπους του, δεν σέβεται το φυσικό του περιβάλλον, το δε χειρότερο: μέσα του ζει με ανασφάλειες και άγχη, με θλίψη και μελαγχολία, με ανησυχία και ταραχή, πράγματα που συνιστούν πράγματι ένα είδος κι εδώ κολάσεως. Ο ίδιος ο Κύριος έχει επιβεβαιώσει ότι ο άνθρωπος που ελευθερώθηκε από τον διάβολο και δεν προσέχει στη συνέχεια, δέχεται επίθεση δαιμονική, πολύ χειρότερη εκείνης που βίωνε στο παρελθόν. «Το πονηρόν πνεύμα παραλαμβάνει έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού και εισέρχεται εις τον άνθρωπον».
γ. Να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» ο διάβολος, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Ο δαιμονισμένος της παραβολής δεν ήξερε τον Χριστό και υφίστατο ό,τι υφίστατο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισε όμως, Τον ακολούθησε με συνέπεια μέχρι τέλους. Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Διαπιστώνοντας ότι η ζωή μας πολλές φορές παρουσιάζει σημάδια «δαιμονισμού», με την έννοια της εύκολης επήρειάς μας από τον Πονηρό: όπως είπαμε και παραπάνω, απιστία, αντικοινωνική συμπεριφορά, μνησικακία, ταραχή, θλίψη, άγχος, πρέπει να ανησυχήσουμε. Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον Χριστό. Δηλαδή η εκκλησιοποίηση της ζωής μας. Στον βαθμό που αρχίζουμε και προσευχόμαστε, εκκλησιαζόμαστε, μελετάμε τους βίους των αγίων μας, εξομολογούμαστε, κοινωνούμε, με ταυτόχρονη προσπάθεια να θερμαίνουμε λίγο την καρδιά μας  για τους συνανθρώπους μας, θα βλέπουμε την ενεργοποίηση της χάρης Του στην ύπαρξή μας, δηλαδή τη βίωση της ελευθερίας την οποία έφερε. Το ερώτημα στο οποίο τελικώς καλούμαστε να απαντάμε κάθε στιγμή και ώρα στη ζωή μας είναι: θέλουμε να είμαστε δούλοι ή ελεύθεροι;   

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011


Ε Λ Α   Σ Τ Η Ν   Π Α Ρ Ε Α   Μ Α Σ ...


ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑΝ. ΕΝΟΡ. ΣΥΝΤΡΟΦΙΕΣ

Για παιδιά Προσχολικής ηλικίας και Δημοτικού:
Κυριακή 11.00 π.μ.-12.00 μ.
Για παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου: Κυριακή 11.00 π.μ.-12.00 μ.

ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ

Το Πνευματικό Κέντρο παραμένει ανοιχτό για όλα τα παιδιά και τους νέους κάθε Τετάρτη 7-9 μ.μ., για: Επιτραπέζια παιχνίδια, μπιλιάρδο, πινγκ πονγκ, ποδοσφαιράκι, προβολή ταινιών...

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ

Για παιδιά Γυμνασίου, Λυκείου, Αποφοίτους:
Παρασκευή 9-10 μ.μ.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ

Την τελευταία Κυριακή κάθε μήνα 8.30-10 μ.μ. Με σύντομη ακολουθία του εσπερινού στο παρεκκλήσι του αγίου Αντωνίου, ενδιαφέρουσα ομιλία, συζήτηση, ψυχαγωγία.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

ΕΝΑΡΞΗ ΣΥΝΑΞΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ


    Τη Δευτέρα, 10 Οκτωβρίου και ώρα 5.45 μ.μ.ξεκινά η σύναξη μελέτης Αγίας Γραφής της Ενορίας μας, μέσα στον Ιερό Ναό. Οπως πάντα θα γίνει πρώτα η Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο και στη συνέχεια θα τελεστεί ο αγιασμός ενάρξεως, με τα πρώτα εισαγωγικά σχόλια της πρώτης συνάντησης.
     Υπενθυμίζουμε ότι και εφέτος, όπως και όλα τα προηγούμενα χρόνια, το πρόγραμμα θα ακολουθήσει την εξής πορεία:
     5.45-6.15 μ.μ. Παράκληση στην Υπεραγία Θεοτόκο.
     6.15-7 μ.μ. Σχολιασμός κειμένων της Καινής Διαθήκης.

     Η είσοδος είναι ελεύθερη για άνδρες και γυναίκες.

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ


«Είπεν ο Κύριος∙ Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως…Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
α. Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.
β. 1. Θα πρέπει καταρχάς βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ο συ μισείς, μηδενί ποιήσης», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον. Εννοιολογικά και μορφολογικά συναντάμε τον αρνητικό  κανόνα αυτό και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες, όπως για παράδειγμα στον Κλεόβουλο τον Ρόδιο ή και τον Κομφούκιο.  Πρόκειται λοιπόν για έναν κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.
2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε, κατά τρόπο ιουδαϊκό, όπως είπαμε, το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.
3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Έχουμε την εντύπωση ότι οι πιο καίριες επιθυμίες μας από πλευράς των άλλων, είναι η αποδοχή του προσώπου μας, ο σεβασμός της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, η απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, η διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο η αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;
4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.
Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αυτός (ο Θεός) χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει, όπως είπαμε, γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.
γ. Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών. Αυτά πράγματι υπήρξαν και υπάρχουν και θα υπάρχουν στον κόσμο μας. Και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, όμως και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του με άλλα λόγια, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν, προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ


«και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους»
α. Στον πρώτο καιρό της δημόσιας δράσης του Κυρίου μάς μεταφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα: στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ο Κύριος άρχισε να διδάσκει τον λαό και να καλεί τους πρώτους μαθητές Του να Τον ακολουθήσουν. Η πρώτη επαφή μάλιστα των μαθητών με τον Κύριο ήταν συγκλονιστική: τους δόθηκε η ευκαιρία να δουν τον Κύριο ως διδάσκαλο, όπως και να νιώσουν τη δύναμη του λόγου Του, μέσα από την «παράλογη» γι’ αυτούς εντολή που τους έδωσε, να ψαρέψουν εκεί που η εμπειρία και η γνώση τους έλεγε ότι ήταν αδύνατο. Και γι’ αυτό άφησαν τα πάντα, προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Τον Κύριο ως διδάσκαλο  θα προσεγγίσουμε δι’  ολίγων στη συνέχεια. «Και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους».
β. 1. Έχει τονιστεί με επάρκεια ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτεύχθηκε με όλη τη ζωή του Κυρίου: τη διδασκαλία, τα θαύματά Του, κυρίως όμως με την επί του Σταυρού θυσία Του και την Ανάστασή Του. Λέμε κυρίως με τη Σταυρική Του θυσία και την Ανάσταση που την ακολούθησε, διότι ως γνωστόν πάνω στον Σταυρό καταργήθηκε η αμαρτία, πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο διάβολος και έτσι ο δρόμος προς τον Παράδεισο ανοίχθηκε και πάλι. «Τω πάθει Σου, Χριστέ, παθών ηλευθερώθημεν και τη Αναστάσει Σου εκ φθοράς ελυτρώθημεν, Κύριε, δόξα Σοι». Μόνη η διδασκαλία δηλαδή του Κυρίου, όπως και τα θαύματά Του, λειτούργησαν μεν θετικά προς φωτισμό του νου και της διάνοιας των ανθρώπων, προς προσανατολισμό τους στη Βασιλεία του Θεού, προς ενίσχυσή τους γενικά στην οδό του Κυρίου, δεν ήταν όμως ικανά να σώσουν τον άνθρωπο. Η διάβρωση της ανθρώπινης φύσης και η τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει απαιτούσαν κάτι δραστικότερο από τη διδασκαλία: τον θάνατο του ίδιου του Θεού! «Έδει παθείν τον Χριστόν».
2. Αν όμως δια του Σταυρού ήλθε η σωτηρία και η χαρά στον κόσμο – «ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω» - δεν πρέπει και να υποβαθμίσουμε τη σημασία του Χριστού ως διδασκάλου. Ο Χριστός ως διδάσκαλος είναι ο προφήτης Χριστός, φανερώνεται με τη διδασκαλία Του το προφητικό Του αξίωμα, το οποίο λειτουργεί πάντοτε εν συνεργασία και με τα άλλα Του αξιώματα, το βασιλικό και το αρχιερατικό. Διότι βεβαίως στον Κύριο τα πάντα είναι ενιαία. Δεν υπάρχουν «αυτόνομες» περιοχές δράσης σ’  Εκείνον. Όπου δρούσε, φανέρωνε τη μία θεϊκή Του υπόσταση και τη διπλή Του, θεϊκή και ανθρώπινη, φύση. Με άλλα λόγια, ο Ίδιος που είναι ο διδάσκαλος και ο αίτιος των θαυμάτων που επιτελεί, ο Ίδιος είναι και ο αρχιερέας που θυσιάζεται για τον κόσμο, ο Ίδιος είναι και ο βασιλιάς, που ανασταίνει τον Εαυτό Του, ανέρχεται στα δεξιά του Πατέρα, στέλνει το άγιον Πνεύμα, ιδρύει και καθοδηγεί την Εκκλησία, το ζωντανό Σώμα Του.
 Κατά συνέπεια, και με τη διδασκαλία του Κυρίου λυτρωθήκαμε. Αν ο Κύριος τόνισε τη δύναμη της Μωσαϊκής νομοθεσίας και του λόγου των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, τέτοια που και το θαύμα της ανάστασης εκ νεκρών θεωρείται μικρότερο προς αλλαγή της καρδιάς του ανθρώπου – ας θυμηθούμε από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου την απάντηση του πατριάρχη Αβραάμ στον πλούσιο: «Αν δεν πιστέψουν (οι συγγενείς του πλουσίου)  στον Μωϋσή και τους προφήτες, και τον Λάζαρο να δουν αναστημένο από τους νεκρούς δεν πρόκειται να πιστέψουν» - πόση περισσότερη δύναμη δεν έχει ο λόγος Του, η διδασκαλία Του, η οποία πηγάζει όχι από κάποιο άνθρωπο, απεσταλμένο του Θεού, αλλά ακριβώς από τον ίδιο τον Θεό ως άνθρωπο; Γι’  αυτό και ο απόστολος Παύλος τον λόγο του Κυρίου τον χαρακτηρίζει ως δύναμη του Θεού, που είναι «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν, διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής». Ο λόγος του Κυρίου δηλαδή δεν είναι «έπεα πτερόεντα», αλλά περικλείουν την παντοδύναμη ενέργεια του Ίδιου, που όταν συναντήσει τον κατάλληλο δέκτη μπορεί να γίνει «ατομική βόμβα». Πρόκειται για τα «ρήματα αιωνίου ζωής» που ομολόγησε ο απόστολος Πέτρος, καταθέτοντας τη μαρτυρία του για τον Κύριο. «Προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις».
3. Με τα παραπάνω κατανοούμε ότι ο Κύριος είναι μεν διδάσκαλος, όχι όμως σαν τους άλλους ανθρώπους διδασκάλους. Είναι ο κατεξοχήν Διδάσκαλος, ο απόλυτος και μοναδικός, που ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει παρόμοια περίπτωσή Του, που σημαίνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό που συμβαίνει στη σχέση μαθητή και κοινού διδασκάλου: να φτάσει κάποια στιγμή ο μαθητής να γίνει σαν τον διδάσκαλο, κι ίσως και να τον ξεπεράσει.  Μπροστά στον Κύριο ως Διδάσκαλο, πάντοτε ο άνθρωπος θα παραμένει μαθητής, άρα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, αν μεν έχει καλοπροαίρετη διάθεση, να κλίνει το γόνυ της καρδιάς και του σώματος, να κάνει δηλαδή υπακοή και να μετανοήσει, αν δε ανήκει στους εχθρούς της πίστης, να ομολογήσει έκθαμβος ό,τι ομολόγησαν και οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων που στάλθηκαν  για να παγιδέψουν τον Χριστό: «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος»! Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, συνεπώς δίδασκε «ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι Γραμματείς».
4. Τι δίδασκε ο Κύριος, ποιο το περιεχόμενο του λόγου Του, τέτοιο που λειτουργούσε και εξακολουθεί βεβαίως να λειτουργεί  με τόσο ανατρεπτικό και επαναστατικό για τη ζωή του ανθρώπου τρόπο; Μα, ακριβώς τη ζωή Του, τη ζωή δηλαδή του Θεού: την ίδια την αγάπη. Ό,τι δίδαξε ο Κύριος ήταν η έκφραση της ζωής Του, που σημαίνει ότι είτε σιωπώντας ο Κύριος είτε ομιλώντας την αγάπη του Θεού φανέρωνε. «Οίος ο βίος, τοίος ο λόγος», κατά την έκφραση εκκλησιαστικού συγγραφέα. Κι αφού ο Θεός «αγάπη εστί», την αγάπη πάντοτε εκήρυσσε ο Κύριος με τη διπλή της διάσταση, όπως ήδη είχε μαρτυρηθεί τούτο και από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, την προς τον Θεό και την προς τον άνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».  Στην αγάπη συγκεφαλαιώνεται όλη η διδασκαλία του Κυρίου, γι’  αυτό και δεν υπάρχουν «μη» και «όχι» στον Κύριο. Τα «μη» και τα «όχι» έρχονται απλώς ως συνέπεια αυτού που ο άνθρωπος καλείται να κάνει στη ζωή του, αν θέλει να ακολουθεί τον Θεό. Κι από την άποψη αυτή η χριστιανική πίστη πάντοτε είναι θέση και όχι άρνηση. Εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο χριστιανισμός είναι «μη», απλώς δεν έχει ανοίξει ποτέ του το ευαγγέλιο, δεν έχει γευτεί καθόλου αυτό που ο Χριστός και η Εκκλησία μας προσφέρει. Κατ’ επέκταση, κατανοούμε ότι οτιδήποτε γίνεται και υπάρχει στην Εκκλησία μας, προσευχές, ακολουθίες, νηστείες, οτιδήποτε, ένα και μοναδικό σκοπό έχει: να βοηθήσει τον άνθρωπο να φτάσει την αγάπη του Χριστού, δηλαδή την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Αυτή νοηματίζει τα πάντα στην Εκκλησία κι αν βγει η αγάπη, όλα καταλύονται και μένουν μετέωρα άνευ νοήματος.
5. Δεν μπορούμε να μιλάμε όμως για τη διδασκαλία του Κυρίου, χωρίς αναφορά στα θαύματά Του. Διότι τα θαύματα του Κυρίου δεν είναι θαυμαστές και υπερφυσικές ενέργειες με σκοπό να «θαμπώσουν» τον άνθρωπο και να τον υποτάξουν σ’  Αυτόν. Τέτοια «θαύματα» επιτρέπει ο Θεός να κάνει ο διάβολος και τα αξιοθρήνητα όργανά του, προκειμένου να έρχεται στην επιφάνεια η γνησιότητα ή όχι της διάθεσης του ανθρώπου. Ο Κύριος έκανε θαύματα ως επιβεβαίωση και επισφράγιση της διδασκαλίας Του. Με άλλα λόγια τα θαύματα αποτελούν και αυτά στοιχείο αυτής της διδασκαλίας Του, φανερώνοντας το περιεχόμενο της βασιλείας του Θεού. «Παράθυρα στη Βασιλεία Του» έχει τονιστεί, και ορθά, ότι είναι. Γι’  αυτό και τα θαύματά Του προϋποθέτουν ό,τι και η διδασκαλία Του: την πίστη. Δεν είναι δυνατόν να αποδεχτεί κανείς τη διδασκαλία Του Χριστού, αν δεν είναι, όπως είπαμε, καλοπροαίρετος και δεν έχει συνεπώς πίστη σ’  Εκείνον. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θαύματα. Γι’  αυτό και ο Κύριος, όπου δεν έβλεπε πίστη, «ουκ εποίει σημείον». Έτσι ο πιστός με το θαύμα ενισχυόταν στην πίστη, ενώ το θαύμα σ’  έναν άπιστο, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, λειτουργούσε για περαιτέρω δαιμονισμό του.
γ. Αν ο Κύριος είναι ο μοναδικός Διδάσκαλος και αν εμείς θέλουμε να είμαστε πιστοί και ακόλουθοί Του, ενταγμένοι στο άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, τότε τα πράγματα πορεύονται «μονόδρομα»: Πρώτον, χρειάζεται αδιάκοπα να εγκύπτουμε σ’  αυτήν τη διδασκαλία είτε ως μελέτη καθαυτό της Αγίας Γραφής, και μάλιστα του Ευαγγελίου, είτε ως μελέτη των άλλων τρόπων εκφοράς αυτής της διδασκαλίας, διά των Πατερικών κειμένων, διά των συναξαρίων των αγίων μας, διά της υμνολογίας της Εκκλησίας. Με όλους αυτούς τους τρόπους εμβαπτιζόμαστε στον λόγο του Κυρίου και Τον αφήνουμε να φανερώνεται και με τον τρόπο αυτό μέσα μας. Μη ξεχνάμε ότι η θεία Κοινωνία δεν έρχεται μόνο με τον μυστηριακό τρόπο, της συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία, αλλά και με τη μελέτη του λόγου του Θεού, όταν βεβαίως ενεργοποιείται αυτός στην καθημερινή μας ζωή. Κι αυτό το τελευταίο είναι ακριβώς το δεύτερο σημείο: δεν έχει αξία να μελετά ή να ακροάται κανείς τον λόγο του Θεού, αν δεν τον κάνει στοιχείο της καθημερινής του ζωής. Ο Κύριος δίδαξε, μας φανέρωσε διά του λόγου Του τη ζωή Του, όχι σαν μία γνώση εγκεφαλικού τύπου, όχι σαν ένα ανάγνωσμα ευχάριστο, αλλά σαν ενέργεια αλλαγής της ζωής μας. Την ώρα που ο λόγος Του θα μας καταλαμβάνει, ψυχικά και σωματικά, εκείνη την ώρα θα καταλαβαίνουμε και τη δύναμή Του, όπως και την αλήθεια της πίστης μας σ’  Αυτόν. Διαφορετικά, θα ακούμε και θα ακούσουμε κι εμείς: «Ουκ οίδα υμάς. Απέλθετε απ’  εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν».

"Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών" (Ο Κύριος)