Ο όσιος Θεοφάνης είχε πατέρα τον ηγεμόνα Ισαάκ και μητέρα τη Θεοδότη. Πέθανε ο πατέρας του, οπότε τον ανάθρεψε μόνη η μητέρα του. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα, κι έζησε μαζί της οκτώ χρόνια, έχοντας και οι δύο πλούτο πολύ. Ο όσιος έχοντας ως σύμβουλο έναν υπηρέτη του, είχε μεγάλο πόθο να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Όταν πέθανε και η μητέρα του, που του άφησε άπειρο πλούτο, ο πεθερός του τον εκβίαζε να εκπληρώσει ό,τι είχε κανονιστεί για τον γάμο. Πράγματι, ήλθε η ημέρα του γάμου, ετοιμάστηκε ο νυφικός κοιτώνας, ψάλθηκε ο γάμος και εκτελέστηκαν όλα τα σχετικά. Όταν όμως ήλθε η ώρα να μείνει μόνο το ζευγάρι, ο Θεοφάνης φανέρωσε τους κρυφούς λογισμούς του περί της αφιερώσεώς του στον Θεό στη νέα, η οποία και συγκατατέθηκε, με τη διαβεβαίωση ότι αυτό που εκείνος προτίθεται να κάνει, το ίδιο θα κάνει και εκείνη με προθυμία. Ο Θεοφάνης όταν άκουσε τον λόγο της γυναίκας του, ευχαρίστησε τον Θεό. Κι από τότε λοιπόν και οι δύο έκαναν τις ημερήσιες και νυκτερινές προσευχές τους.
Έμαθε τα παραπάνω ο Λέων, ο δυσσεβής βασιλιάς, όπως και ο πεθερός του, και προσπάθησε να εμποδίσει τους νέους από το σκοπό τους. Γι’ αυτό και έστειλε τον όσιο ο βασιλιάς για να βοηθήσει στην ανέγερση του Κάστρου της Κυζίκου, το οποίο κτιζόταν τότε. Απήλθε πράγματι ο τίμιος νέος, και με έξοδα δικά του έφερε σε πέρας την υπηρεσία του κυρίαρχου. Στο εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του Θεοφάνη, ο θηριώνυμος βασιλιάς και ο πεθερός του έφυγαν από τη ζωή, οπότε ελευθερώθηκε όχι μόνο ο νέος, αλλά και όλη η οικουμένη, καθώς διαδέχτηκε την εξουσία η Ειρήνη.
Επειδή όλα έγιναν όπως τα είχε στο νου του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και τους ενδεείς και απελευθέρωσε τους υπηρέτες του. Στη δε τίμια σύζυγό του έδωσε πολλά χρήματα και την οδήγησε στη Μονή του Πρίγκιπα να γίνει μοναχή, η οποία ονομάστηκε Ειρήνη αντί Μεγαλώ. Ο ίδιος δε πρόσφερε στον Κύριο τον εαυτό του και ιερουργούσε στη Μονή που βρισκόταν στο όρος των Σιγγρανικίων και που λεγόταν Πολυχρόνια. Όταν έγινε μοναχός, δεν καταδέχτηκε καθόλου να έχει κάποια εξουσία, αλλά καθόταν ησυχάζοντας στο κελλί του, έβγαζε τα της τροφής του με τα χέρια του καλλιγραφώντας, κι έμεινε εκεί στο κελλί για έξι χρόνια. Μετά από αυτά, αναχώρησε από εκεί και πήγε στο Νησί που λεγόταν Καλώνυμος, στο οποίο και έφτιαξε μοναστήρι, αλλά και πάλι επέστρεψε στο όρος της Σιγγριανής. Σε ηλικία πενήντα ετών ασθένησε από λιθίαση της κύστης με συμπτώματα νεφρικής ανεπάρκειας. Από αυτό το δύσκολο νόσημα έμεινε για πάντα κλινήρης και ακίνητος.
Ύστερα από αυτά έγινε βασιλιάς ο Λέων ο Αρμένιος. Αυτά όμως που του συνέβησαν τα γνωρίζουν όλοι. Τότε δηλαδή ο ανόητος και ανόσιος έστειλε ανθρώπους του προς τον άνθρωπο του Θεού, λέγοντας του: έλα, προσευχήσου για εμάς, διότι εκστρατεύω κατά των βαρβάρων. Ο όσιος λοιπόν επειδή δεν μπορούσε να κινηθεί, μετατέθηκε με άμαξα σε πλοίο και οδηγήθηκε προς τη Βασιλεύουσα. Και ναι μεν τη δυσειδή όψη του τύραννου δεν είδε, του έστειλε όμως εκείνος μήνυμα, λέγοντάς του: Αν δεχτείς την παράκλησή μου, θα δώσω και σε εσένα και στο Μοναστήρι σου πολλά αγαθά. Αν όχι, θα σε τιμωρήσω κρεμώντας σε σε ξύλο, έτσι ώστε να φοβηθούν και οι άλλοι. Ο δε ομολογητής είπε: Μην αδειάσεις τους θησαυρούς των δωρεών σου, και το ξύλο της αγχόνης ή και τη φωτιά, ετοίμασέ τα σήμερα. Διότι εγώ αυτό επιθυμώ για την αγάπη του Χριστού μου.
Τα άκουσε αυτά ο αναιδής και τον παρέδωσε στον τότε πατριάρχη, τον Ιωάννη τον Μάντη, ο οποίος καυχιόταν για τη δύναμη των λόγων του και ήταν γεμάτος από το μίσος των εικονομάχων απέναντι στους ορθοδόξους. Πίστευε δηλαδή ο Λέων ότι με τις σοφιστείες του πατριάρχη θα αλλάξει το φρόνημα του οσίου. Πράγματι ο όσιος αφού οδηγήθηκε στη Μονή των Σεργίου και Βάκχου, που βρισκόταν δίπλα από το παλάτι, ήλθε σε αντιπαράθεση λόγων προς τον Μάντη, τον νίκησε, τον κατέπληξε με την υπάρχουσα σοφία του, του έδειξε το αμετάθετο της γνώμης του και τον έστειλε ντροπιασμένο στον μανιώδη τύραννο, με την εντύπωση για τον δειλό του αγροίκου μάλλον παρά του ρήτορα. Ο Μάντης τότε ανήλθε προς τον βασιλιά και του είπε: Βασιλιά, είναι πιο εύκολο να μαλάξεις το σίδερο με το κερί παρά να μεταπείσεις τον άνδρα αυτόν προς το θέλημά σου.
Μόλις άκουσε αυτά ο τύραννος, τον στέλνει στα ανάκτορα του Ελευθερίου και τον φυλακίζει σε ένα σκοτεινότατο οίκημα, βάζοντας και φρουρούς, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον διακονήσει. Έμεινε έτσι δύο χρόνια, πιεζόμενος από θλίψεις και στενοχώριες, αλλά ακόμη κι έτσι ντρόπιασε τον τύραννο. Επειδή όμως αναγκαζόταν καθημερινά να υποκύψει στο θέλημα του βασιλιά και δεν υποχωρούσε, εξορίζεται στη νήσο της Σαμοθράκης. Αυτή όμως η εξορία του έφερε γρήγορα τον θάνατό του. Διότι μετά από είκοσι τρεις ημέρες στη Νήσο κοιμήθηκε εκεί κι επήγε όσια και ειρηνικά στον Κύριο. Τι πρέπει πια να πούμε για το πόσες πολλές ευλογίες γέμισε τον τόπο και για το πόσες θεραπείες αξιώθηκε να δεχτεί ο χώρος εκείνος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου