Ο άγιος Αρσένιος ήταν
γέννημα και θρέμμα της μεγαλούπολης Ρώμης, διατηρήθηκε καθαρό κατοικητήριο του
Θεού από πολύ μικρή ηλικία, γεμάτος από κάθε αρετή και σοφία, τη θεϊκή και την
ανθρώπινη. Γι᾽ αυτό και δέχτηκε τη χειροτονία του σε διάκονο, την εποχή που
βασιλιάς στους Ρωμαίους ήταν ο μέγας Θεοδόσιος. Όταν ο Θεοδόσιος αγωνιζόταν και
φρόντιζε να βρει άνδρα πνευματικό και λόγιο, ώστε να καλύπτει τις πνευματικές
ανάγκες των παιδιών του και να τα διδάσκει στα μαθήματα, και μάλιστα σε αυτά με
τα οποία λατρεύεται ο Θεός, έμαθε για τον Αρσένιο και έγραψε στον βασιλιά Γρατιανό
και στον πάπα Ιννοκέντιο να τον πείσουν να αναλάβει, κάτι
που μετά βίας τελικά το κατάφερε.
Ο Αρσένιος λοιπόν έφυγε
από τη Ρώμη και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, και στάθηκε κατά πρόσωπο στον
Θεοδόσιο. Είδε λοιπόν ο Θεοδόσιος να έχει ο Αρσένιος σεμνό το πρόσωπό του και
το χρώμα του, να έχει σταθερό και προσεκτικό βλέμμα, ταπεινό φρόνημα, και να
είναι κοσμημένος από κάθε αρετή, γεμάτος από πολλή χαρά και ευχάριστη διάθεση,
γι᾽ αυτό και από τότε τον τιμούσε υπερβολικά ως Πατέρα και τον σεβόταν ως
δάσκαλο. Τα δε μέλη της Συγκλήτου τον θαύμαζαν, βλέποντάς τον ως κάποιο μεγάλο
κειμήλιο.
Ο Αρσένιος όμως που
μισούσε τη δόξα κι αγαπούσε τον Θεό, θεωρώντας μάλιστα τη δόξα ως σκουπίδια και
ποθώντας τη μοναχική ζωή, παρακαλούσε καθημερινά τον Θεό να εκπληρώσει το
αίτημα της καρδιάς του. Και πράγματι, άκουσε θεϊκή φωνή να του λέει: ῾Αρσένιε,
απόφευγε τους ανθρώπους και θα σωθείς᾽. Αυτός τότε, χωρίς να σκεφτεί οτιδήποτε
άλλο, πέρα από την αλλαγή των ενδυμάτων του, πήγε στην Αλεξάνδρεια. Εκάρη
μοναχός και πήγε στη Σκήτη, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία και
ταλαιπωρία, προσευχόμενος πάντοτε στον Θεό. Και πάλι άκουσε θεϊκή φωνή: ῾Αρσένιε,
φεύγε, σιώπα, ησύχαζε και σώζου᾽.
Αυτόν τον μεγάλο τον
ρώτησε κάποτε ο Θεόφιλος, ο πάπας της Αλεξανδρείας, όταν ανέβηκε μαζί με άλλους
σ᾽αυτόν. ῾Πες μας, Πάτερ, λόγο ωφέλειας᾽. Κι αυτός είπε: ῾Εάν πω, θα τον
φυλάξεις;᾽Κι αυτοί του απάντησαν: ῾Οπωσδήποτε᾽. Και είπε: ῾Όπου ακούσετε το
όνομα του Αρσενίου, μη πλησιάσετε᾽.
Λέγεται γι᾽αυτόν ότι
παρόλο τον χρόνο της ζωής του που εργαζόταν, είχε ένα πανί στο στήθος του, με το οποίο
σκούπιζε τα δάκρυά του. Ήταν λεπτός στο σώμα, ολόλευκος, ξερακιανός και ψηλός,
αν και είχε κυρτώσει λίγο λόγω του γήρατος, έχοντας το γένι του μέχρι την
κοιλιά του, κι η μορφή του ήταν αγγελική σαν τον Ιακώβ. Γι᾽ αυτό δεν ήθελε να
εμφανίζεται σε κάποιον κατά πρόσωπο. Αγρυπνούσε πολύ, στέκοντας όρθιος και
προσευχόμενος, χωρίς να κλίνει καθόλου τα γόνατα, μέχρις ότου ο ήλιος
σταματούσε την ολονύκτια αυτή στάση του. Γι᾽ αυτό και κατάσβεσε την ψυχόλεθρη
πύρωση του σαρκικού φρονήματος με τη ροή των δακρύων του. Όταν επρόκειτο να
εκδημήσει από το σώμα του, σε βαθιά γεράματα (ήταν κοντά εκατό χρονών) τον ρώτησαν
οι μαθητές του το πού και πώς πρέπει να τον θάψουν. Κι αυτός είπε: ῾Δεν ξέρετε
να βάλετε σχοινί στα πόδια μου και να με σύρετε προς το όρος;᾽ Και πάλι λέγει
προς αυτούς: ῾Ξέρετε πόσο φόβο έχω τώρα που πρόκειται να εκδημήσω από το σώμα;᾽
Αυτοί είπαν: ῾Ξέρουμε᾽. Κι αυτός: ῾Αφότου έγινα μοναχός, αυτός ο φόβος καθόλου
δεν έφυγε από εμένα᾽. Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου