Η παραβολή του άσωτου υιού
«Είπε δε [ο Κύριος], κάποιος άνθρωπος είχε δυο γιους. και είπε ο νεώτερος αυτών προς τον πατέρα, «Πατέρα, δώσε μου το μέρος της περιούσιας που μου ανήκει». Και μοίρασε σ’ αυτούς τα υπάρχοντα του. Και μετά από λίγες ημέρες, ο νεώτερος γιος, αφού μάζεψε τα πάντα, έφυγε σε χώρα μακρινή. και εκεί διασκόρπισε την περιούσια του ζώντας άσωτα. Αφού δε δαπάνησε τα πάντα, έγινε μεγάλη πείνα στην χώρα εκείνη και αυτός άρχισε να στερείται. Τότε πήγε και προσκολλήθηκε σε ένα από τους πολίτες εκείνης της χώρας. ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα τα οποία έτρωγαν τα γουρούνια. και κανένας δεν έδινε σ’ αυτόν. Και αφού ήρθε στον εαυτό του είπε: πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί και εγώ χάνομαι από την πείνα! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω, «πατέρα αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιον σου. και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ γιος σου. κάνε με σαν ένα των μισθωτών σου.» Και σηκώθηκε και ήλθε προς τον πατέρα του. ΕΝΩ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΜΑΚΡΙΑ, ΕΙΔΕ ΑΥΤΟΝ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΠΛΑΧΝΙΣΤΗΚΕ. ΚΑΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΕΠΕΣΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΤΡΑΧΗΛΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΤΑΦΙΛΗΣΕ. Και είπε προς αυτόν ο γιος: πατέρα αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιον σου, και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ γιος σου. ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΙΠΕ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΔΟΥΛΟΥΣ ΤΟΥ: ΦΕΡΤΕ ΕΞΩ ΤΗΝ ΣΤΟΛΗ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΝΤΥΣΤΕ ΤΟΝ ΚΑΙ ΒΑΛΤΕ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΟΥ. Και φέρτε και σφάξτε τον μόσχο τον σιτευτό, και αφού φάμε ας ευφρανθούμε. διότι αυτός ο γιος μου νεκρός ήταν και ΞΑΝΑΖΗΣΕ. Και χαμένος ήταν και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται»
Ο Γιος του Θεού ήρθε να βρει και σώσει το χαμένο (κατά Ματθαίο 18:11). Ο προσερχόμενος σ’ Αυτόν δεν πρόκειται να εκβληθεί έξω, λέει η Γραφή (κατά Ιωάννη 6:37). Δεν έχει σημασία πόσα έχει κάνει κανείς ή όχι. Δεν έχει σημασία τι παρελθόν μπορεί να έχει. Αυτό που θέλει ο Γιος του Θεού δεν είναι να κρίνει αλλά να σώσει (κατά Ιωάννη 3:17). Η συμπόνια και η αγάπη του πατέρα της παραβολής, παριστάνει την συμπόνια και την αγάπη του Πατέρα Θεού (ο Ιησούς ανάφερε την παραβολή σε σχέση με την χαρά που γίνεται στον ουρανό, όταν ένας αμαρτωλός επιστρέφει). Ο Θεός «θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και νάρθουν στην επίγνωση της αλήθειας» (προς Τιμόθεο Α 2:4).
Ο γιος της παραβολής δεν μπορούσε να περιμένει τον πατέρα Του να πεθάνει. Ήθελε την περιούσια αμέσως, έστω κι αν ο πατέρας του ήταν ακόμα εν ζωή. Και σαν μην έφτανε αυτό, μόλις πήρε την περιούσια, σηκώθηκε και έφυγε για χώρα μακρινή. Ποιος ξέρει τι θα είχε ακούσει γι’ αυτή την χώρα. Διαφημίσεις, τηλεοράσεις, ράδιο (αν υπήρχαν) θα μιλούσαν γι’ αυτή την χώρα. Αν είχε πολλά λεφτά θα έκανε εκεί την «μεγάλη ζωή» - την «μεγάλη ζωή» που ο Λόγος του Θεού περιγράφει με μια λέξη: «ασωτίες». Στο τέλος η φούσκα ξεφούσκωσε και ο κάποτε γιος ενός πλούσιου πατέρα έμεινε φτωχός και απένταρος. Μαζί ήρθε και η πείνα και δεν ήξερε πλέον τι να φάει. Τα γουρούνια τρέφονταν πιο πολύ από ότι αυτός!
Και τότε έγινε κάτι πολύ σημαντικό: «ήρθε στον εαυτό του» και σκέφτηκε: «εγώ χάνομαι από την πείνα και οι μισθωτοί του Πατέρα μου τρέφονται πιο πολύ από μένα. Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω ότι αμάρτησα στον Θεό και σε σ’ αυτόν και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ γιος του πλέον. Ας είμαι ένας από τους μισθωτούς του». Μετάνιωσε λοιπόν ο γιος και ήρθε στον εαυτό του. Συνήθως η στιγμή που κάποιος έρχεται στα συγκαλά του δεν είναι η στιγμή που όλα πάνε καλά αλλά η στιγμή που δεν έχει ούτε ξυλοκέρατα για να χορτάσει την πείνα του. Ήρθε λοιπόν στον εαυτό του ο γιος και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Όλα αυτά τα οποία είπε ήταν σωστά και δίκαια: μετά τα όσα έκανε δεν είχε κανένα δικαίωμα να ονομάζεται γιος αυτού του πατέρα. Είχε καταφάει τον ιδρώτα του ζώντας σε ασωτίες. Το μόνο που ίσως να μπορούσε να γίνει ήταν μισθωτός του. Και όμως, ο Πατέρας τον είδε από μακριά. Για να το κάνει αυτό σημαίνει ότι παρακολουθούσε τον δρόμο. Αν και μπορεί ο γιος να πήρε το μερίδιο του από την περιούσια και να εγκατάλειψε το σπίτι, ο πατέρας δεν αδιαφορούσε. Καρτερούσε μέρα με την μέρα να τον δει να γυρίζει. Αν μπορούσε να τον βρει θα πήγαινε να τον παρακαλέσει να γυρίσει - όπως ο Κύριος παρακαλεί τον άνθρωπο να συμφιλιωθεί μαζί Του (προς Κορινθίους Β 5:18-21). Περίμενε λοιπόν ο Πατέρας. Κοιτούσε τον δρόμο, και μόλις είδε το γιο του να γυρίζει, ΕΤΡΕΞΕ για να τον ανταμώσει! Πόσο αλήθεια συγκινητικό: ένας πατέρας να τρέχει να αγκαλιάσει ένα γιο που κατασπατάλησε την περιούσια του σε ασωτίες. Και όμως δεν είναι το ίδιο με τον Θεό; Ενώ ήμασταν νεκροί στις παραβάσεις και στα αμαρτήματα, τέκνα οργής, μας ζωοποίησε μαζί με τον Χριστό. Όχι για τα έργα μας (ήμασταν νεκροί) ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ. Περιμένει και ψάχνει ο Κύριος τα χαμένα πρόβατα. Και μόλις κάποιος γυρίσει ΤΡΕΧΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΝ ΠΡΟΥΠΑΝΤΗΣΕΙ και τον καταφιλεί. Ο πατέρας ξέχνα ΚΑΙ ΣΒΗΝΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΘΕΝΟΣ ΠΟΥ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ. Ο Θεός ΔΕΝ ΘΑ ΦΕΡΕΙ ΣΕ ΚΡΙΣΗ ΚΑΝΕΝΑΝ ΓΙΑ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΧΑΜΕΝΟΣ. «Αν κάποιος είναι εν Χριστώ είναι ΝΕΟ ΚΤΙΣΜΑ, ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΠΑΡΗΛΘΑΝ, ΝΑ ΤΑ πάντα έγιναν ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ» (προς Κορινθίους Β 5:17), λέει ο Λόγος του Θεού. Και αντί λοιπόν ο πατέρας της παραβολής να πετάξει έξω τον γιο του - όπως πολύ πατεράδες κάνουν μόλις αντιληφθούν τις ασωτίες των παιδιών τους, έστω και αν αυτά έχουν μετανιώσει - αντί να τον βάλει σε περίοδο δοκιμής, τον αγκάλιασε, τον καταφίλησε και έσφαξε το καλύτερο μοσχάρι - ΟΛΟΙ ΑΡΧΙΣΑΝ ΝΑ ΕΥΦΡΑΙΝΟΝΤΑΙ. Όμοια είναι η ευφρόσυνη που γίνεται στον ουρανό όταν ένας αμαρτωλός επιστρέψει. Αυτό που θέλει ο Κύριος δεν είναι την καταδίκη του αμαρτωλού. Αν σου έχουν πει ότι ο Θεός σε περιμένει με κάποιον βούρδουλα έτσι και γυρίσεις προς Αυτόν, μαθέ τούτο: Ο ΘΕΟΣ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ. ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΣΕ ΔΕΙ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΤΡΕΧΕΙ ΝΑ ΣΕ ΑΝΤΑΜΩΣΕΙ, ΝΑ ΣΕ ΑΓΚΑΛΙΑΣΕΙ, ΝΑ ΣΕ ΦΙΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΗΡΥΞΕΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΚΑΙ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΟΥ.